- περιελίσσω
- ΝΜΑτυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλονεοελλ.1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» — τα αναρριχώμενα φυτάαρχ.1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι2. κατασκευάζω γύρω γύρω, κατασκευάζω ολόγυρα («διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους τοῑς οἰκητηρίοις περιελίσσοντος», Αριστοτ.)3. (για στράτευμα) κάνω μεταβολή4. (για οδηγό) βαδίζω ελικοειδώς («μηδὲν υγιὲς στρέφειν καὶ περιελίττειν», Πλούτ.)5. μέσ. περιελίσσομαιτυλίγω κάτι γύρω από τον εαυτό μου ή τυλίγομαι γύρω από κάτι (α. «ἱμάντας περιελίττονται», Πλάτ.β. «περιελιχθέντα περὶ τὴν γῆν ὥσπερ οἱ ὄφεις», Πλάτ.)6. (ενεργ. και μέσ.) τυλίγω και καλύπτω γύρω γύρω (α. «περιδεῑ καὶ περιελίττει τοῑς ἀραχνίοις» Αριστοτ.)β. «ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται καὶ τοῑς μοίζοσι ζῷοις», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἑλίσσω / εἰλίσσω «περιστρέφω, κυλίω»].
Dictionary of Greek. 2013.